- παρθενόσφαγος
- παρθενό-σφᾰγος, ον, π. ῥέεθρα streamsA of a slaughtered maiden's blood, A.Ag.209 (lyr.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παρθενόσφαγος — ον, Α αυτός που προέρχεται από αίμα σφαγμένης παρθένου. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρθένος + σφαγος (< θ. σφαγ τού σφάζω, πρβλ. ἐσφάγ ην), πρβλ. ταυρό σφαγος] … Dictionary of Greek
παρθενοσφάγοισι — παρθενόσφαγος of a slaughtered maiden s blood masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρθενοσφάγοισιν — παρθενόσφαγος of a slaughtered maiden s blood masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρθένος — (Αστρον.). Αστερισμός του ζωδιακού κύκλου, στον οποίο ο Ήλιος παραμένει από τις 24 Αυγούστου μέχρι τις 22 Σεπτεμβρίου, ενώ ακόμα βρίσκεται στο ζώδιο του Ζυγού. Ο αστερισμός της Π. επεκτείνεται και προς τις δύο πλευρές του ουράνιου ισημερινού. Στο … Dictionary of Greek